Ο γεωλόγος Γιάννης Μπαζιώτης είναι ο επίκουρος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος, μαζί με τους άλλους επιστήμονες, ανακάλυψαν και συνέλεξαν 263 μετεωρίτες στο πιο κρύο, ξηρό, ανεμoδαρμένο, αλλά και πανέμορφο μέρος του πλανήτη. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας επιστήμονας που επιλέχθηκε και ταξίδεψε με αποστολή της NASA στην Ανταρκτική και πρόσφατα ήταν ο επικεφαλής ομάδας επιστημόνων που ανίχνευσαν για πρώτη φορά στον μετεωρίτη Château-Renard σημαντικά ορυκτά, τα λεγόμενα «πολύμορφα υψηλών πιέσεων».
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980, αποφοίτησε από το Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2002 και πήρε το διδακτορικό του από τη Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων και Μεταλλουργών του ΕΜΠ, το 2008 -χρονιά που έλαβε και το Βραβείο Κτενά από την Ακαδημία Αθηνών. Το 2013 και για έναν χρόνο, υπήρξε Μεταδιδακτορικός ερευνητής στα University of Perugia, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και University of Vienna, ενώ το 2016, ήταν Αξιολογητής Ερευνητικών Μεταδιδακτορικών Προγραμμάτων στη NASA. Από τότε είναι επίκουρος καθηγητής Ορυκτολογίας-Πετρολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο Τμήμα Αξιοποίησης Φυσικών Πόρων και Γεωργικής Μηχανικής.
Η NASA αναζητά τα ίχνη του πλανήτη Άρη, της Σελήνης, αστεροειδών, της δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, της πιθανής ύπαρξης ζωής σε μη γήινο περιβάλλον, μέσω αυτής της δυνατότητας μελέτης των βασικών δομικών λίθων που συνθέτουν το ηλιακό μας σύστημα (λίθοι προερχόμενοι από διαφορετικές περιοχές του) και των διεργασιών που απαιτούνται για τη δημιουργία και εξέλιξή του.
Για αυτόν τον λόγο, ο Οργανισμός εξερεύνησης του διαστήματος έχει καθιερώσει, από το 1976, το Antarctic Search for Meteorites (ANSMET), αποστολές για την εύρεση μετεωριτών, οι οποίες έχουν ανακαλύψει έως τώρα πάνω από 22.000 μετεωρίτες. Ο Έλληνας καθηγητής Γεωπονίας συμμετείχε στην 41η αποστολή της NASA, τον Νοέμβριο του 2017.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, είπε πως επιθυμεί να «δανειστεί» κάποιους μετεωρίτες και να τους φέρει στην Ελλάδα, ώστε να τους μελετήσει με τους φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επίσης, θέλει να δημιουργήσει την πρώτη Πλανητική Εταιρεία στην Ελλάδα, ενώ μας πληροφορεί πως μόνο ένας μετεωρίτης από τους περίπου 67.000, που έχουν καταγραφεί συνολικά σε παγκόσμιο επίπεδο, προέρχεται από την Ελλάδα και είναι ο μετεωρίτης Seres, ένας χονδρίτης που έπεσε στην περιοχή των Σερρών, το 1818.
Οι μετεωρίτες προσγειώνονται παντού στον πλανήτη μας, αλλά ειδικά στην Ανταρκτική είναι πολύ καλά διατηρημένοι, μιας και η παγωμένη ήπειρος αποτελεί μία περιοχή με το μικρότερο ποσοστό κατακρημνισμάτων ανά έτος και είναι η πιο ξηρή από οποιαδήποτε άλλη έρημο στη Γη. Έτσι, η αποστολή του Οργανισμού κατάφερε να ανακτήσει 263 μετεωρίτες από τα μπλε πεδία πάγου της Ανταρκτικής.
Η μελέτη τους βοηθά τους επιστήμονες να κατανοήσουν πώς σχηματίστηκε αρχικά το ηλιακό μας σύστημα και πώς αυτό εξελίχθηκε. Οι μετεωρίτες προέρχονται από μία πληθώρα ουράνιων σωμάτων, όπως από τους δορυφόρους, τη Σελήνη, πλανήτες, όπως ο Άρης, και αστεροειδείς, όπως η Εστία. Ο Γιάννης Μπαζιώτης εξηγεί πως η μελέτη τους αποκαλύπτει τα «μυστικά» τους, όπως την ηλικία και τις διαδικασίες σχηματισμού τους, ενώ βρίσκονταν στο μητρικό τους σώμα προέλευσης.
Ακόμα, πολλοί μετεωρίτες δίνουν πληροφορίες σχετικά με τη θερμοκρασία και την πίεση που αναπτύχθηκε κατά την πρόσκρουση των αστεροειδών στο μητρικό σώμα. Ένα σημαντικό πεδίο έρευνας, δηλαδή, αποτελεί η κατανόηση του κρίσιμου ρόλου που έπαιξε το νερό κατά τα πρώιμα στάδια εξέλιξης του ηλιακού μας συστήματος. Από πού προήλθε το νερό ή γιατί ο πλανήτης μας είναι κατοικήσιμος, είναι ερωτήματα που τελικά σχετίζονται με το θέμα της ανάπτυξης της ζωής.
Παράλληλα, ο γεωλόγος της Ανταρκτικής λέει πως η ήπειρος αυτή αποτελεί το πιο πλούσιο θησαυροφυλάκιο μετεωριτών. Είναι η περιοχή όπου έχει ανακτηθεί πάνω από το 40% του συνόλου των μετεωριτών που έχουν βρεθεί στη Γη, μιας και καταλαμβάνει μια πολύ μεγάλη περιοχή της Γης, είναι έρημη και κρύα. Οι μετεωρίτες που έχουν πέσει στον πάγο πριν από εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια, έρχονται στην επιφάνεια, καθώς ο πάγος απομακρύνεται εξαιτίας μία σύνθετης διαδικασίας μετατροπής του από στερεό σε αέριο, χωρίς τη μεσολάβηση της υγρής κατάστασης και της δράσης του ανέμου.
Κρίσιμο ρόλο παίζει η μόλυνση των μετεωριτών με το γήινο αποτύπωμα. Για παράδειγμα, αν ένας μετεωρίτης βρισκόταν σε μία περιοχή με έντονες βροχοπτώσεις, θα είχαν αλλοιωθεί πολλά από τα χαρακτηριστικά του, τόσο στο εξωτερικό του, όσο κι εκείνα που συνδέονται με τη χημική του σύσταση. Στην Ανταρκτική όμως, εξαιτίας της απουσίας του νερού υπό ρευστή μορφή, οι μετεωρίτες διατηρούν αναλλοίωτα τα πολύτιμα χημικά και όχι μόνο στοιχεία τους. Αυτός είναι και ο λόγος που η χρονική διάρκεια συλλογής τους στο ύπαιθρο ήταν δύο έως τρία λεπτά.
Όταν ρωτήθηκε για τις συνθήκες περιβάλλοντος της Ανταρκτικής, απάντησε πως ήταν πραγματικά δύσκολες. Η μέση θερμοκρασία που αντιμετωπίσαν στο ύπαιθρο ήταν μείον 25 βαθμοί Κελσίου, ωστόσο, με την παρουσία του ανέμου, η αίσθηση της θερμοκρασίας ήταν πολύ χαμηλότερη. Υπήρχαν ημέρες που ο άνεμος έπνεε με ένταση μεγαλύτερη των δέκα μποφόρ και ταχύτητα περίπου 95 χιλιομέτρων την ώρα, δίνοντας την αίσθηση του κρύου υπό θερμοκρασία μείον 45 βαθμών.
Υπό αυτές τις συνθήκες έντονου αέρα, οι σκηνές τύπου Scott αποτελούσαν για εκείνους σύστημα υποστήριξης ζωής. Είχαν ένα μικρό κουζινάκι προπανίου, το οποίο, όταν βρίσκονταν εντός της σκηνής, λειτουργούσε αδιαλείπτως και βοηθούσε αφενός στο να διατηρήσει τη θερμοκρασία εντός της σκηνής σε ανεκτά επίπεδα και αφετέρου στο να λιώσουν τον πάγο ή να μαγειρέψουν.
«Οι σκηνές τύπου Scott είναι ικανές να αντέχουν ανέμους ταχύτητας 200 χιλιομέτρων/ώρα, επομένως πολύ μεγαλύτερης ταχύτητας από εκείνους που ζήσαμε. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν μεγάλος ο κίνδυνος που βιώσαμε εντός της σκηνής εξαιτίας του ανέμου. Αλλά, μαγειρεύοντας εντός της σκηνής, ο μεγάλος φόβος -και κατά τη γνώμη του πλέον έμπειρου σχετικά με την Ανταρκτική John Schutt- ήταν η φωτιά. Είναι κάτι που γνωρίζαμε και φυσικά ήμασταν, κατά το δυνατόν, αρκετά προσεκτικοί.
Οφείλεις να είσαι προσεκτικός, όταν ζεις, μαγειρεύεις, εργάζεσαι, κοιμάσαι δίπλα στη φλόγα, με την μπουκάλα προπανίου να βρίσκεται στο ενδιάμεσο του διπλού τοιχώματος της σκηνής. Εξαιτίας της φλόγας από την καύση προπανίου, ένα πρόβλημα που μπορούσε να υπάρξει, ακόμη και μοιραίο για τη ζωή μας, ήταν το μονοξείδιο του άνθρακα. Το άχρωμο, άγευστο, δηλητηριώδες αέριο που μπορεί να σε «κοιμίσει» χωρίς να το αντιληφθείς. Κατά τη γνώμη μου, ο σημαντικότερος κίνδυνος δεν ήταν το κρύο ή ο αέρας, αλλά η φωτιά και το μονοξείδιο του άνθρακα» είπε χαρακτηριστικά.
Παραδέχεται πως η φυσική ομορφιά, ειδικά στην περιοχή Amundsen Glacier σε υψόμετρο 2.200 μέτρων, με τα γύρω βουνά να ορθώνονται επιβλητικά και τις κορυφές τους να αγγίζουν τα 3.700 μέτρα, ήταν μοναδική. Θεωρεί πως το πιο επικίνδυνο τμήμα της αποστολής ήταν πιθανότατα η οδήγηση των χιονοοχημάτων πάνω από τις μεγάλες ρωγμές του μπλε πάγου, που συχνά ξεπερνούσαν το βάθος των 15-20 μέτρων. Ο κανόνας ήταν πως αν περνούσαν πάνω από τέτοιες ρωγμές, το πλάτος τους έπρεπε να είναι μικρότερο του μισού μήκους του χιονοοχήματος. Σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να τις παρακάμψουν, ακολουθώντας άλλη διαδρομή.
Ενώ σε περίπτωση που υπήρχε έντονη νέφωση στον ουρανό, δεν υπήρχε δυνατότητα διάκρισης της επιφάνειας, επειδή πολλές φορές καλυπτόταν από χιόνι. Έτσι ο ουρανός και η επιφάνεια έμοιαζαν ένα κι αυτός ήταν και ένας από τους λόγους, που πολλές φορές παρέμεναν στη σκηνή.
Μεταφέροντας συγκλονιστικές εικόνες, λέει πως «Κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, όταν δεν φυσούσε αέρας, ήταν η απουσία κάθε ήχου από την ατμόσφαιρα. Ίσως το «βαθύ πεδίο» της Ανταρκτικής να είναι το μόνο σημείο στον πλανήτη μας που μπορείς να ακούσεις τον ήχο της σιωπής. Είναι μοναδική αίσθηση που δύσκολα μπορεί κάποιος να την περιγράψει με λέξεις. Μία κατάσταση που όταν συνδυάζεται με την απίστευτα όμορφη εικόνα των βουνών της Ανταρκτικής, τότε πραγματικά νιώθεις ευλογημένος που υπάρχεις και είσαι υγιής σε αυτό το μοναδικό μέρος της ηλιακού μας συστήματος, τη Γη».
Όσον αφορά τη συμβίωση με τους υπόλοιπους επιστήμονες της αποστολής, ο ίδιος αναφέρει πως ήταν στην ίδια σκηνή με τον ορειβάτη και αρχηγό της ομάδας, τον πολύπειρο John Schutt, κάτι που θεώρησε τεράστια τιμή και ευκαιρία για εκείνον. «Το να βρίσκομαι για πέντε εβδομάδες στην ίδια σκηνή με τον άνθρωπο που έχει συμμετάσχει σε 37 συνεχείς αποστολές ANSMET ήταν εκπληκτικό. Η συνεργασία μαζί του, όπως και με τους άλλους επιστήμονες ήταν εξαιρετική.
Όλοι μαζί είχαμε ένα κοινό σκοπό. Δεν υπήρχε η έννοια του ατόμου, αλλά της επίτευξης των στόχων της Αποστολής μέσω της ομάδας. Από την αρχή η σχέση με τα υπόλοιπα τρία μέλη ήταν εξαιρετική, ενώ καθώς περνούσε ο χρόνος κοινής παραμονής στο ύπαιθρο, μάς ένωνε ολοένα και περισσότερο, κάνοντάς μας μία οικογένεια» σύμφωνα με τα λόγια του.
Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ ασχολείται, επίσης, με τη συγγραφή ενός βιβλίου κι έχει σχεδόν ολοκληρώσει το χειρόγραφο κείμενο, με θέμα την εμπειρία του στην Ανταρκτική. Στόχος είναι να εμπνεύσει τους νέους ανθρώπους, να τους δείξει ότι αξίζει να ονειρεύονται ακόμη και στην «ταλαιπωρημένη χώρα μας. Το ανθρώπινο δυναμικό της Ελλάδος, ξεκινώντας ήδη από τις μικρές ηλικίες, είναι εξαιρετικής ποιότητας. Με σκληρή δουλειά, πίστη και στοχοπροσήλωση μπορεί κάποιος να πετύχει κάτι που φαντάζει μη πραγματοποιήσιμο ή έστω με πολύ μικρές πιθανότητες υλοποίησης».
Προς το παρόν, προσπαθεί μαζί με άλλους ακαδημαϊκούς να συγκροτήσει την Πλανητική Εταιρεία, που στόχο θα έχει την έρευνα του διαστήματος ενώ έχει βάλει ως στόχο να φέρει στην Ελλάδα, για έκθεση, τον μετεωρίτη Seres, τον μοναδικό επιβεβαιωμένο μετεωρίτη που έχει πέσει επί ελληνικού εδάφους. Κάνει διαλέξεις, έρευνα, διδασκαλία κ.ά.